- ἐπιβολεύς
- ἐπιβολεύςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιβολῆς — ἐπιβολεύς masc nom pl ἐπιβολεύς masc nom/voc pl ἐπιβολή throwing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβολῆι — ἐπιβολεύς masc dat sg (epic ionic) ἐπιβολῇ , ἐπιβολή throwing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβολέας — ο (Α ἐπιβολεύς) νεοελλ. σιδηρουργικό εργαλείο για τη συμπιεστική τύπωση κομματιού σιδήρου αρχ. επίκληση τού Ηρακλή στους Θουρίους … Dictionary of Greek
ἐπιβολῇ — ἐπιβολῆι , ἐπιβολεύς masc dat sg (epic ionic) ἐπιβολή throwing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)